- προστίθης
- προστίθημιput topres ind act 2nd sgπροστίθημιput toimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προστιθῇς — προστίθημι put to pres subj act 2nd sg προστίθημι put to pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σήκωμα — (I) και δωρ. τ. σάκωμα, τὸ, Α [σηκῶ / σακῶ] 1. βάρος, βαρίδι, ζύγι στην πλάστιγγα (α. «μολύβδινα σηκώματα», Πολ. β. «σμικρὸν τὸ σὸν σήκωμα προστίθης», Ευρ.) 2. αυτό που δίνει κίνηση σε κάτι, κυρίως αυτό που προκαλεί την κίνηση, την μετατόπιση τής … Dictionary of Greek